παρείρυσαν

παρείρυσαν
παρερύω
draw along the side
aor ind act 3rd pl (epic ionic)
παρερύω
draw along the side
aor ind act 3rd pl
παρερύω
draw along the side
aor ind act 3rd pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατανάσσω — (Α) πατώ με δύναμη και στερεώνω κάτι («κατανάξαντες τὴν γῆν φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νάσσω «πατώ με δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… …   Dictionary of Greek

  • φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”